Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

CANNONBALL ADDERLEY burnin’ in Bordeaux: Live in France 1969

Αντλημένο από τα αρχεία του INA και ηχογραφημένο για το ORTF, σε αρχική παραγωγή του André Francis και σημερινή του Zev Feldman, ένα δεύτερο ανέκδοτο live του Cannonball Adderley έρχεται να προστεθεί σ’ αυτή την εντυπωσιακή σειρά της Elemental Music. Ηχογραφημένο στο Alhambra Theatre του Μπορντό, στις 14 Μαρτίου 1969, το “Burnin’ in Bordeaux” (2024), που κυκλοφορεί σε 2CD και 2LP, εμφανίζει το κουιντέτο με λίγο αλλαγμένη σύνθεση, καθώς σ’ αυτό ακούμε τους Julian “Cannonball” Adderley άλτο σαξόφωνο, Nat Adderley κορνέτα και Roy McCurdy ντραμς, ενώ στη θέση του πιανίστα συναντάμε τώρα τον Joe Zawinul και σ’ εκείνη του μπασίστα τον Victor Gaskin
Το υλικό και εδώ θα το χαρακτήριζες κλασικό. Υπό την έννοια πως υπάρχουν πολλές συνθέσεις του Zawinul (“The scavenger”, “Experience in E”, “Walk tall”, “Mercy, mercy, mercy” και “The scene”, γραμμένη από κοινού με τον Nat η τελευταία), στάνταρντ σαν το “Manhã de carnaval” ή το “Somewhere” (του Leonard Bernstein), παλαιότερα tracks από το ρεπερτόριο του κουιντέτου σαν το “Why am I treated so bad” (του Pops Staples) και ακόμη τον θρυλικό ύμνο του hard bop “Work song” (του Nat) σε μια κομπλέ 10λεπτη εκτέλεση, και όλα αυτά μαζί με συνθέσεις του Duke Ellington (“Come Sunday”) και του Dizzy Gillespie (“Blue ‘n’ boogie”).
Το διάστημα που χωρίζει το παρόν live στο Bordeaux, από εκείνο στο Olympia του Παρισιού, τρία χρόνια αργότερα, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί ο Zawinul να είναι πρώτα πιανίστας και μετά ηλεκτρικός πιανίστας (σε σχέση με τον George Duke) –αν και στο “Why am I treated so bad” τα σπάει ως ηλεκτρικός–, αλλά επί της ουσίας τα θέματα δεν μπορεί παρά να παίρνουν φωτιά από το άλτο του Cannonball και την κορνέτα του Nat, δίχως τούτο να σημαίνει πως και το rhythm section των Gaskin-McCurdy δεν είναι εντυπωσιακό, όπου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, βγαίνοντας άλλοτε μπροστά (όπως στο λυρικότατο “Manhã de carnaval”) και άλλοτε οδηγώντας το ρυθμό, σε κάθε μέτρο αυτού του καταπληκτικού live. Όπως είχε πει και ο πιανίστας Hal Galper (συνέντευξη στον Zev Feldman, από τον Οκτώβριο του ’23), μετέπειτα μέλος της μπάντας του Cannonball Adderley:
«Ο Cannonball υπήρξε πρότυπο, για κάθε αλτίστα μετά απ’ αυτόν. Ποιος άλλος ήταν τόσο ικανός σε κάθε πτυχή της μουσικής, στο γράψιμο, στο παίξιμο και την ενορχήστρωση; Η μαεστρία του Cannonball στο άλτο ήταν εκπληκτική, αλλά παράλληλα εκπληκτικός ήταν και ο δυνατός ρυθμός του. Τα σχήματά του ήταν πραγματικά σφιχτά – με τους παίκτες να κρατάνε το beat όλη την ώρα, χτυπώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Και όταν ήμουν στο συγκρότημά του, μου πήρε ένα χρόνο για να καταλάβω πού ήταν αυτό το σημείο, καθώς χτυπούσα ένα ακόρντο άλλοτε λίγο νωρίτερα και άλλοτε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε οδηγός γι’ αυτό – έπρεπε μόνος σου να το αντιληφθείς. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει απ’ αυτό το συγκρότημα είναι να μπορώ να παίζω με άλλους μουσικούς, που να έχουν ισχυρό beat. Αλλά, δυστυχώς, τούτη είναι μια τέχνη που πεθαίνει πια...».
Επαφή: https://www.elemental-music.com/

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗΣ συμπόσιο

Είναι το τρίτο άλμπουμ του τραγουδοποιού Γιάννη Χαλκιαδάκη, για το οποίο γράφουμε στο blog. Λέγεται «Συμπόσιο» [ArtPath, 2024] και ακολουθεί τα «Παραμυθάς» (2022) και «Μύστες» (2019). 
Η τραγουδοποιία του Χαλκιαδάκη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς είναι κρητικο-γενής. Είναι επηρεασμένη, εννοούμε, σε κάθε διάστασή της, από την κρητική παράδοση. Και όταν λέμε «σε κάθε διάστασή της» εννοούμε και στις συνθέσεις, και στα λόγια, και στις ερμηνείες, και στις ενορχηστρώσεις. Όμως κι εκείνο το «κρητική παράδοση» επιζητά μια διευκρίνιση, καθότι οι σχετικές επιρροές μπορεί να εκκινούν από την ενετοκρατία, και να φθάνουν μέχρι τον Καζαντζάκη, τους Ξυλούρηδες, και το «έντεχνο» τραγούδι κρητών συνθετών – παλαιότερο και πιο καινούριο. Γενικώς η Κρήτη είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί με κάθε τρόπο στο «Συμπόσιο», οπότε κι ένας διεθνής χαρακτηρισμός τού τύπου cretan-folk δεν θα ήταν άστοχος του γενικότερου ακούσματος.
Τα τραγούδια του Χαλκιαδάκη είναι κάτι παραπάνω από συμπαθητικά – είναι αυτό που λέμε «καλά τραγούδια», προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρειά τους. Ίσως μάλιστα αυτή η υπερ-προσοχή, ώστε να μην λοξοδρομήσουν και να μην «αλητέψουν» προς άλλες κατευθύνσεις οι κρητικές αναφορές να είναι ένα από τα (καλυμμένα) μειονεκτήματα του άλμπουμ – ένα άλμπουμ, που αναπτύσσεται σαν κέντημα, με κάθε βελονιά να είναι στη θέση της, αφού δεν επιτρέπονται τα «λάθη», με τα μοτίβα να επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια.
Περαιτέρω παρατηρείται μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου, επηρεασμένη και αυτή από τον Καζαντζάκη ας πούμε, αλλά και από μια φολκλορική αντίληψη, που θέλει το σύγχρονο κρητικό τραγούδι να υπακούει σε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – ανάμεσά τους η χρήση του μύθου, η παραβολή, ο διδακτισμός, η διασαφήνιση της ντοπιολαλιάς και άλλα διάφορα.
Βεβαίως ο Γιάννης Χαλκιαδάκης είναι ένας σεμνός και σοβαρός τραγουδοποιός, και μέσα σ’ αυτό το χώρο που κινείται, επιχειρεί να μεταφέρει με έναν τρόπο λυρικό, και βαθιά συναισθηματικό οπωσδήποτε, το τι σημαίνει για κείνον η Κρήτη – και αυτό το κάνει σίγουρα, με γνώση και της παράδοσης και του τρόπου παρουσίας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Βεβαίως η τολμηρότητα (αν υπήρχε) σε κάθε επιμέρους κομμάτι τής δημιουργίας των τραγουδιού του θα προσέδιδε περισσότερα credits στον δίσκο, συνολικά, αλλά ok... το «Συμπόσιο» παραμένει ένας καλό και μετρημένο άλμπουμ «έντεχνου» κρητικού τραγουδιού, με ωραίες μελωδίες, ενορχηστρώσεις και αξιοπρόσεκτα κομμάτια σαν τα «Μονομάχος», «Ξόρκια», «Συμπόσιο» και ορισμένα ακόμη.  
Την ενορχήστρωση, περαιτέρω, έχει επιμεληθεί η Αρετή Κοκκίνου (η ίδια παίζει επίσης κιθάρες και μαντολίνο), με τα ηχοχρώματα από βιολιά, βιολοντσέλο, φλάουτο, κοντραμπάσο, ακορντεόν, κρουστά, λύρα και τζουρά να δίνουν πνοή στο «Συμπόσιο», στο οποίο τραγουδούν, πέρα από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, οι Καίτη Κουλλιά, Θέλμα Καραγιάννη και Πάνος Μπούσαλης. Ωραία είναι, επίσης η συσκευασία, σ’ ένα μικρού σχήματος βιβλίο, με τα εικαστικά του Σταύρου Χαμπάκη να προσθέτουν στο συνολικό πακέτο.
Επαφή: www.artpath.gr

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

CANNONBALL ADDERLEY poppin’ in Paris: live at L’Olympia 1972

Τεράστια μορφή της τζαζ ο άλτο σαξοφωνίστας βασικά JulianCannonballAdderley (1928-1975), που έζησε μόλις 47 χρόνια, συλλαμβάνεται εδώ σ’ ένα πρώτης κλάσης live-set, ανέκδοτο έως σήμερα, βγαλμένο από τα αρχεία του γαλλικού INA (Institut National de L'Audiovisuel) και ηχογραφημένο για το ORTF (Office de Radiodiffusion - Télévision Française). Το live, που τυπώνεται τώρα (2024) για πρώτη φορά από την Elemental Music / ina συνέβη στο Olympia του Παρισιού, στις 25 Οκτωβρίου 1972, με τον Cannonball Adderley να τον συνοδεύουν ο αδελφός του Nat Adderley (1931-2000) στην κορνέτα, ο πιανίστας-ηλεκτρικός πιανίστας George Duke (1946-2013), ο μπασίστας Walter Booker και ο ντράμερ Roy McCurdy.
Η ιστορία του μεγάλου αδελφού
Adderley υπήρξε τρανή – καθώς αρκεί μόνο να σκεφθούμε πως υπήρξε μέλος των σχημάτων του Miles Davis, στα ακρογωνιαία LP για την τζαζ, και τη σύγχρονη μουσική γενικότερα, “Milestones” (1958) και “Kind of Blue” (1959). Φυσικά είχε και δικά του το ίδιο θρυλικά άλμπουμ ο Adderley, σαν το “SomethinElse”, στην Blue Note, το 1958, είναι όμως όλη η δισκογραφία του εκείνη που δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο, τη δημιουργικότητα και τον δικό του μοναδικό τρόπο να κινείται πάντα σε χώρους, που έφερναν την τζαζ σε επαφή με τους ευρύτερους ήχους της κάθε εποχής, καθώς η soul-jazz, το fusion, το improv ή και η ποπ κάποιες φορές ανακατεύονταν μαγικά στους δίσκους του, δημιουργώντας συχνά εκστατικές καταστάσεις.
Αυτήν ακριβώς την εποχή του γενικότερου fusion καταγράφει και τούτο το μοναδικό live από το παριζιάνικο Olympia, που μπορεί με άνεση να τοποθετηθεί δίπλα σε άλλους ιστορικούς δίσκους του Cannonball Adderley από εκείνη την περίοδο, όπως του “The Black Messiah” ας πούμε [Capitol, 1971]. Εξάλλου με το 20λεπτο track με τον ίδιο τίτλο, που ήταν σύνθεση του George Duke, ξεκινά το εν λόγω live – και καλύτερη εισαγωγή, εδώ που τα λέμε, δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Κυρίαρχος του ηλεκτρικού πιάνου ο Duke, «σκάβει» διαρκώς, δημιουργώντας μοναδικούς ήχους, που ήταν πολύ δύσκολο να τους ακούσεις, τότε, «ζωντανά», από άλλους μουσικούς – με όλο το υπόλοιπο team να χτίζει πάνω σ’ αυτή την φοβερά groovy σύνθεση.
Το “Autumn leaves” που ακολουθεί (το πασίγνωστο στάνταρντ του Joseph Kosma), μπορεί να έπιασε κορυφή στο ιστορικό “SomethinElse” του ’58, με Miles, Art Blakey και λοιπούς, όμως και τούτη εδώ η 13λεπτη εκτέλεσή του είναι έξοχη, με άπιαστα ορμητικά παιξίματα από τον Cannonball στο άλτο και τον Nat στην κορνέτα, και με το υπόλοιπο ρυθμικό τμήμα να τρέχει με χίλια.
Το “Soli tomba”, σύνθεση του μπασίστα Booker, είναι βασικά ένα σόλο κοντραμπάσο με δοξάρι (με λιτή συνοδεία από τον Duke), για να ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος μ’ ένα κλασικό hard bop, το “Walk tall” του Joe Zawinul (αφιερωμένο στους αγώνες για τα δικαιώματα των μαύρων), που είχε ακουστεί στο LP τού Cannonball Adderley Quintet “74 Miles Away / Walk Tall” [Capitol, 1967]. Είναι προφανές πως με τα τέτοια κομμάτια μια μπάντα σαν κι αυτή δεν γινόταν παρά να «πετάξει» (με τον Duke να παίζει και ρόλο... ρυθμικού κιθαρίστα μέσα από τα πλήκτρα του).
Το δεύτερο μέρος θα ανοίξει με μια επόμενη γιγαντιαία σύνθεση, το 20λεπτο και «Hancock-ικό» “Doctor Honoris Causa”, ξανά του Zawinul (παλαιού μέλους του κουιντέτου), που είχε ακουστεί στο πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, από το 1971. Η εκτέλεση είναι φουριόζα στην αρχή, λόγω Duke, αλλά στην πορεία, όταν οι Adderley θα αναλάβουν τα ηνία –πρώτα ο Cannonball, που θα αφήσει το άλτο, για να πιάσει το σοπράνο του, και έπειτα ο Nat– η ατμόσφαιρα θα αλλάξει, με το τελείωμα να ανήκει και πάλι στον Duke.
Τα επόμενα τρία κομμάτια θα απογειώσουν τον κόσμο, που χειροκροτεί εκστασιασμένος, καθώς αυτά είναι το ultra funkyHummin’” του Nat Adderley, που είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι, το 1969, ακολούθως το “Directions” του Joe Zawinul (από το LPThe Price you Got to Pay to be Free” του Cannonball Adderly Quintet, στην Capitol του 1970, περασμένο και στο ρεπερτόριο των Weather Report, δηλαδή του σούπερ γκρουπ του Zawinul από την ίδια εποχή, με Wayne Shorter και λοιπούς), που διαθέτει και εκτεταμένο σόλο ντραμς από τον McCurdy και τέλος το κλασικό “Mercy, mercy, mercy” (του Zawinul), που ανήκε προ πολλού και στο ρεπερτόριο της ποπ (The Buckinghams κ.λπ.).
Πολύ ωραία CD-έκδοση, που προσφέρεται μαζί με 20σέλιδο ένθετο, γεμάτο από σπάνιες φωτογραφίες και κείμενα (ανάμεσα και απόσπασμα μιας ανέκδοτης συνέντευξης του Nat Adderley από το 1983), ενώ υπάρχει και limited κυκλοφορία σε double LP 2.950 αντιτύπων. 

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

SLEEPMAKESWAVES post-rock από την Αυστραλία

Για τους Αυστραλούς post-rockers από το Σίδνεϋ sleepmakeswaves γράφουμε στο δισκορυχείον από το 2017. Έτσι, στο blog θα βρείτε κριτικές για τα άλμπουμ τους “Live at the Metro” [Birds Robe, 2021], “These Are Not Your Dreams” [Birds Robe, 2020] και Made of Breath Only” [Pelagic, 2017], με το πιο νέο LP, CD και digital του γκρουπ να αποκαλείται Its Here, But I Have No Names for It[Bird’s Robe, 2024] και να είναι και αυτό instrumental κατά βάση (ακούς κάποιες λίγες φωνές μόνο στο φερώνυμο κομμάτι), αποτελούμενο από οκτώ, γενικώς, μέσης διάρκειας tracks.
Μπάντα αποτελούμενη από τρία άτομα, τον Alex Wilson μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα, ηλεκτρονικά, τον Otto Wicks-Green κιθάρες, φωνή, ηλεκτρονικά και τον Tim Adderley ντραμς, ηλεκτρονικά, οι sleepmakeswaves γεμίζουν τα κομμάτια τους με πολλά μελωδικά στοιχεία από τη μια μεριά, αλλά από την άλλη υπάρχουν αυτές οι ξαφνικές εκρήξεις έντασης, που αλλάζουν άρδην τη ροή και την ατμόσφαιρα. Τούτο το παρατηρείς πρωτίστως στο track με τον ίδιο τίτλο, που έχει απ’ όλα – ήπια εισαγωγή με ηλεκτρονικά και ακουστικές κιθάρες, ωραία ηλεκτρικά post-rock parts, με τις κιθάρες να προάγουν αυτό τον χυλωμένο ήχο, που πατάει πάνω σ’ ένα εντελώς τσιτωμένο rhythm section, μαζί με εκκωφαντικές εκρήξεις και κλείσιμο με ηλεκτρονικά και πιάνο (που σβήνει).
Ακόμη και neo-prog ή και math θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις τους Αυστραλούς, με στάνταρντ επιρροές από Yes και King Crimson, αν και παίζουν πολύ «στο κόκκινο» (παρά τις όποιες ήσυχες στιγμές τους), ενώ δε λείπουν ακόμη και τα πιο μεταλλικά στοιχεία σε ορισμένες εισαγωγές, όπως στο “Ritual control” π.χ., που εξελίσσεται περισσότερο «κανονικά» στη διαδρομή, δίχως ποτέ να υποστέλλει τη σημαία (της δύναμης και των παθιασμένων παιξιμάτων).
Έχουν τον τρόπο να σε κερδίζουν πάντως οι sleepmakeswaves, αφού κάθε κομμάτι τους διαθέτει στοιχεία που δεν το ταυτίζουν με κάποιο από τα προηγούμενα ή τα επόμενά του, σαν το “Verdigris” ας πούμε, εκεί στη μέση, που είναι όλο βγαλμένο στα keyboards. Σκάει, βεβαίως, αμέσως μετά η ροκιά του “Terror future” και κάπως έτσι έρχεσαι στα ίσια σου...
Επαφή: www.birdsrobe.com

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

έξοχο ανέκδοτο υλικό από μεγάλους μάστερ της jazz

Οι ανέκδοτες ηχογραφήσεις ιστορικών προσωπικοτήτων της τζαζ δεν είναι κάτι σπάνιο. Εκείνο που σπανίζει, κάπως, είναι να επιτυγχάνονται, ταυτόχρονα, οι μεγάλες στιγμές από εγγραφές σε στούντιο ή live των καλλιτεχνών, οι άψογες τεχνικά καταγραφές, και από ’κει και πέρα οι σωστές και εμπεριστατωμένες εκδόσεις, σε βινύλια ή CD ή και στα δυο μαζί, με τα πολυσέλιδα ένθετα, τα κατατοπιστικά κείμενα, τις φωτογραφίες κτλ.
Όλα αυτά συνωθούνται στις εκδόσεις της ισπανικής Elemental Music, από την Βαρκελώνη – μια εταιρεία, που έχει δώσει διαπιστευτήρια από το 2012 και μετά, σε σχέση με τις τζαζ εκδόσεις ανέκδοτου υλικού, υψηλότατων στάνταρντ. Οι άνθρωποι που δουλεύουν για την Elemental, και βασικά οι Jordi Soley, Carlos Agustín Calembert και Zev Feldman κάνουν τρομερή δουλειά, και αυτό φαίνεται και στις πιο πρόσφατες εκδόσεις τους...
YUSEF LATEEF: Atlantis Lullaby – The Concert from Avignon [Elemental Music / ina, 2024]
Το πρώτο από τα άλμπουμ της Elemental Music, που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το “Atlantis LullabyThe Concert from Avignon” ενός θρύλου της τζαζ, του συνθέτη και χειριστή των πνευστών (μα και άλλων οργάνων) Yusef Lateef (1920-2013).
Ο Lateef υπήρξε τεράστια φυσιογνωμία, ένας αληθινά πρωτοπόρος μουσικός, που δημιούργησε μια εξ ολοκλήρου δική του τζαζ, διανθισμένη με πολλά στοιχεία από τις μουσικές της Ανατολής, όταν κάτι τέτοιο δεν ήταν προφανές και σύνηθες. Παίζοντας ποικίλα όργανα, όπως παραδοσιακά φλάουτα από μπαμπού, shanai (ινδικό κλαρίνο), arghul (πνευστό της Μέσης Ανατολής), koto (ιαπωνικό ζίθερ) και άλλα διάφορα, ο Lateef έφερε στην τζαζ, ένα ethnic χρώμα, δεκαετίες πριν αυτό καταστεί κοινός τόπος, δημιουργώντας τη δική του ψυχεδελική-spiritual άποψη, σε μιαν εποχή (mid 60s-mid 70s) όπου η μουσική αναφερόταν σε κάθε τόπο και πολιτισμό, ενσωματώνοντας κάθε ηχόχρωμα, που θα μπορούσε να αποτελέσει δημιουργική βάση για κάτι νέο, «εσωτερικό» και πρωτοποριακό.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 η μουσική του Lateef ενσωματώνει, περαιτέρω, πολλά στοιχεία από την ευρεία ποπ της περιόδου, διαθέτει ακόμη και συμφωνικά στοιχεία, κινείται μέσα στο soul-jazz περιβάλλον, ενώ άλλες φορές ακούγεται και σαν σάουντρακ, καταγράφοντας μια νέα ηχητική πραγματικότητα. Αυτή ακριβώς η εποχή αποτυπώνεται, κατά μίαν έννοια, σε τούτο το ανέκδοτο live του Yusef Lateef και της μπάντας του, ένα limited edition 2CD ηχογραφημένο από τον ραδιοφωνικό παραγωγό André Francis, στo Cloître des Célestins (Μοναστήρι των Σελεστίνων) στη γαλλική πόλη Αβινιόν, στις 19 Ιουλίου 1972.
Πιο συγκεκριμένα ακούμε τους Yusef Lateef σοπράνο & τενόρο σαξόφωνα, φλάουτο, Kenny Barron πιάνο, Bob Cunningham μπάσο και AlbertTootieHeath, ντραμς, ινδικό φλάουτο σε μια σειρά δικών τους συνθέσεων κυρίως (τα πέντε από τα επτά κομμάτια του σετ προέρχονται από τα μέλη του κουαρτέτου), συν τις διασκευές τους στο “Eboness” του ντράμερ Roy Brooks (ο Lateef είχε ηχογραφήσει το κομμάτι τού συνεργάτη του στο άλμπουμ του “The Diverse Yusef Lateef” το 1970), όπως και στο στάνταρντ “Im getting sentimental over you”.
Το κλίμα των εκτελέσεων ποικίλει, καθώς άλλοτε κυριαρχεί το bop, με τα σόλι στα σαξόφωνα και το πιάνο να διαδέχονται το ένα το άλλο, άλλοτε καταγράφονται καθαρά πνευματικές καταστάσεις, όπως στο “A flower”, ένα χαλαρό αισθαντικό track, με πιάνο-φλάουτο μόνο, άλλοτε το blues είναι το παν (“Yusefs mood”), άλλοτε ο ήχος «ξεφεύγει» προς κάτι το μαγικό, όπως για παράδειγμα στο “Lowland lullaby”, εκεί όπου ακούμε μόνο ινδικό φλάουτο και κοντραμπάσο με δοξάρι, ενώ κάποιες άλλες φορές ακούμε καθαρό hard bop / soul-jazz (στο καταπληκτικό “Eboness” του Roy Brooks) ή ακόμη και μπαλάντες (“Im getting sentimental over you”).
Το σετ θα κλείσει με το γιγαντιαίο 26λεπτο “The untitled” του Kenny Barron, με το κουαρτέτο να έχει άπλετο χρόνο, προκειμένου να δείξει τις εκτελεστικές και οργανωτικές, σε σχέση με τη διαχείριση του χρόνου, ικανότητές του, μέσα από μια τζαζ εκλεκτική οπωσδήποτε, με εντάσεις και νηνεμίες, με πρώτης κλάσης παιξίματα απ’ όλη την ομάδα, αλλά και με αυτοσχεδιαστικές στιγμές είτε σε φάση σόλο είτε σε ντούο.
Το ότι βρέθηκαν απείραχτες από το χρόνο, 52 χρόνια μετά, αυτές οι ταινίες το λες και «θαύμα», βασικά λόγω της μουσικής που ακούμε εδώ – η οποία μουσική έδωσε την ευκαιρία στον παραγωγό Zev Feldman και τους συνεργάτες του να επιμεληθούν μία καταπληκτική έκδοση, με 24σέλιδο booklet, εντός του οποίου διαβάζεις πολλά και διάφορα. Να όπως αυτό το απόσπασμα συνέντευξης του γίγαντα της τζαζ Sonny Rollins στον Feldman (12 Νοεμβρίου 2023), στο οποίο μιλάει για τον Yusef Lateef:
«Την πρώτη φορά που άκουσα τον Yusef, έπαιζε με τη μεγάλη μπάντα του Dizzy Gillespie. Εγώ και οι φίλοι μου ήμασταν οπαδοί όλων όσων έκανε τότε ο Dizzy. Βρισκόμασταν σ’ εκείνο το στάδιο της πορεία μας, στο οποίο ήμασταν πάντα έκπληκτοι με οτιδήποτε έκανε αυτός ή ο Charlie Parker. Οι σαξοφωνίστες άλλαζαν πολύ συχνά στο συγκρότημα του Dizzy, και κάθε φορά που υπήρχε ένας νέος τύπος, προσπαθούσαμε να μάθουμε όσα περισσότερα μπορούσαμε για ’κείνον. Όταν, όμως, αργότερα θα άρχιζα να γνωρίζω καλύτερα έναν από τους νεοαφιχθέντες, τον Yusef Lateef, θα συνειδητοποιούσα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στη μουσική – εντελώς διαφορετική από εκείνη που θα περνούσε από το μυαλό μας, όταν θα τον ακούγαμε για πρώτη φορά να παίζει. Ο Yusef ήταν ένας οργανοπαίκτης, που πάντα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Δεν ήταν κάποιος, που ήθελε να βγει μπροστά. Αντίθετα, τον ενδιέφερε περισσότερο να εξερευνήσει τη μουσική – ήταν σπουδαίος μαθητής. Στην πραγματικότητα, βέβαια, θα έλεγα πως ο Yusef ήταν ένας από τους δασκάλους μου, καθώς θα μάθαινα πολλά απ’ αυτόν. Περαιτέρω, δεν ήταν ένας ανταγωνιστικός μουσικός, δεν προσπαθούσε να ξεπεράσει κανέναν, ήταν απλώς ο εαυτός του – ένας πολύ ευγενικός και υπέροχος άνθρωπος. Είναι ακόμη ένας από τους ωραιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Προσπαθούσε δε να βελτιώνει συνεχώς τον εαυτό του, υποστηρίζοντας σφόδρα τη μελέτη όλων των ειδών της μουσικής. Είχε πάντα το δικό του στυλ, ταξιδεύοντας πολύ στη ζωή του και εκτιμώντας μουσικές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Έβγαλε, ακόμη, πολλά βιβλία. Νομίζω ότι η κληρονομιά του δεν είναι μόνο η μουσική του, η οποία φυσικά είναι πολύ σημαντική, καθώς θα πρέπει να εξετάσουμε ολόκληρη την παρουσία του ως άτομο. Είμαι 93 χρονών και ακόμα προσπαθώ να μοιάσω στον Yusef. Όλη του η ζωή ήταν ένα μάθημα για μένα. Τον θυμάμαι, στο Ντιτρόιτ, να πηγαίνει στη σχολή τζαζ και να μελετά, συνεχώς, τους ευρωπαίους κλασικούς. Για παράδειγμα, τον θυμάμαι να παίζει μουσική του Erik Satie – ωραία  κομμάτια! Όποτε είχα την ευκαιρία μου άρεσε να κάνω παρέα μαζί του. Αυτό μπορεί να μην γινόταν συχνά, επειδή και οι δυο ήμασταν απασχολημένοι δουλεύοντας σε διαφορετικά μέρη, αλλά όποτε είχα την ευκαιρία να είμαι μαζί του, το έκανα. Είμαι πολύ χαρούμενος που επισκέφτηκα το σπίτι του, όπως και αυτός ήλθε στο δικό μου, όταν έμενα στο Μπρούκλιν. Του άρεσε να παίζει σαξόφωνο και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα – σήμαινε πολλά. Ήμασταν πολύ δεμένοι και, όποτε συναντιόμασταν, παίζαμε μαζί για ώρες. Ήταν ένα όμορφος άνθρωπος, και γι’ αυτό θέλω να τον επαινώ σε κάθε ευκαιρία που θα μου δίνεται σ’ αυτή τη ζωή. Θα τον περιέγραφα κάπως σαν άγιο. Αυτό είναι ό,τι πιο κοντινό έρχεται στο νου μου, όταν πρόκειται να μιλήσω για τον Yusef».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/exi-master-tis-tzaz-se-anekdoto-yliko

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΧΑΛΚΙΔΗΣ κρίσεις, κόρες & υιοί

Σε σταθερούς ρυθμούς ο Μιλτιάδης Χαλκίδης από τη Λάρισα δίνει νέες δουλειές του, CD βασικά, τα οποία υλοποιεί μόνος του. Εννοώ πως εκτός από το να γράφει μουσικές, στίχους και να τραγουδά, παίζει όλα τα όργανα, προγραμματίζει, ηχογραφεί, ενώ επιμελείται και το mastering – καθώς όλα τούτα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, μπορεί να τα κάνει, πλέον, μόνος του. Ο κόσμος προχωράει τα πράγματα εξελίσσονται, εν προκειμένω ανελίσσονται... και δεν πάνε μόνον προς τα πίσω.
Το λέω αυτό, γιατί από την ακρόαση του «Κρίσεις Κόρες & Υιοί»
[Ιδιωτική Έκδοση, 2024], του πιο νέο CD του Χαλκίδη, εκείνο που μένει, όσον αφορά το στίχο, είναι το συμπέρασμα πως όλα πάνε κατά διαόλου, πως τίποτα σωστό δεν έχει απομείνει στην καθημερινή ζωή, πως όλοι μας επιβουλεύονται και θέλουν το κακό μας, και πως στο παρελθόν όλα ήταν καλύτερα, αρτιότερα, ηθικότερα, αποτελεσματικότερα, φυσικότερα, ανθρωπινότερα, χριστιανικότερα κ.ο.κ. Η δική μου γνώμη είναι, βεβαίως, διαφορετική. Δεν πιστεύω στο απόλυτο καλό ή στο απόλυτο κακό, δεν πιστεύω πως όλα του χθες ήταν τέλεια, και πως όλα, σήμερα, είναι μαύρα – και κάπως έτσι, και σε σχέση με το χθες, λέω πως θα πρέπει να μεταφέρουμε στο τώρα, μόνον ό,τι έχει θετικό νόημα, ενώ όλα τα αρνητικά οφείλουμε και να τα εντοπίζουμε, και να τα αξιολογούμε, και να τα λέμε. Τέλος πάντων, εγώ εδώ, στο πλαίσιο της κριτικής, θέλω να πω πως ο Χαλκίδης θα πρέπει να... εκσυγχρονίσει το στίχο του, να δει και τα θετικά της σημερινής εποχής (ένα το περιέγραψα στην αρχή, και το ξέρει και ο ίδιος – είναι η δυνατότητα που σου δίνει η σύγχρονη τεχνολογία να ηχογραφείς τη δουλειά σου, με λίγα σχετικώς λεφτά, χωρίς να έχεις ανάγκη κανέναν) και πάνω σ’ αυτά να βασίσει τα τραγούδια του, βγάζοντας προς τα έξω και μια θετική διάσταση.
Κατά τα λοιπά το ροκ του λαρισαίου τραγουδοποιού παραμένει αυτό που ήταν, το... στηριγμένο στις κιθάρες και την κάπως «ζαππική» εκφορά του λόγου, ενώ τα πλήκτρα και τα πνευστά, οι ήχοι από τα πλήκτρα και τα πνευστά καλύτερα, προσδίδουν στις εγγραφές του ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον. Επιρροές υπάρχουν διάφορες βεβαίως, όπως, για παράδειγμα, από το έντεχνο του Γιάννη Μαρκόπουλου στην εισαγωγή τού «Γράμμα απ’ το αγέννητο παιδί μου», από τη δημοτική παράδοση («Με μια γκιλοτίνα δώρο») κ.λπ., αν και το ωραιότερο τραγούδι του δίσκου είναι ο «παγκόσμιος τραπεζίτης»... όμως, το ξαναλέω, ο Χαλκίδης θα πρέπει να δει το πράγμα και από τη θετική πλευρά του ή ίσως και από την πιο χιουμοριστική του, καθώς, πολλές φορές, είναι η σοβαρότητα εκείνη που... βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Επαφή: www.miltosmarathon.com

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

CARLOS CORONADO flamenco mediterráneo

Ο Carlos Coronado είναι ένας καταλανός συνθέτης και κιθαρίστας, γεννημένος το 1998. Είναι δηλαδή, σήμερα, 26 ετών.
Ως έφηβος ο Coronado ξεκίνησε να παίζει με ροκ και τζαζ συγκροτήματα, αλλά στην πορεία δοκίμασε και τα ντούο κιθάρα-φωνή, πριν προσανατολιστεί σε μουσικές καταστάσεις, που περιστρέφονταν γύρω από το flamenco. Ως φλαμενκίστας, εξάλλου, μας παρουσιάζεται σ’ αυτό το CD, που αποκαλείται Flamenco Mediterráneo” [Segell Microscopi, 2024] και που τον βρίσκει να συνεργάζεται με την Montserrat Martos βιολί και τους Marc López και Pere Martínez παλαμάκια.
Το flamenco του Coronado δεν είναι... πούρο, καθαρό δηλαδή, ή να το πούμε παραδοσιακό. Είναι εκμοντερνισμένο, έχοντας επιρροές και από άλλες μουσικές της Μεσογείου ή ακόμη και από την jazz, την λατινοαμερικάνικη μουσική (Κούβα) ή ακόμη και τους ρομαντικούς συνθέτες του τέλους του προπερασμένου αιώνα που συνέθεταν για κιθάρα (τον Francisco Tárrega για παράδειγμα).
Πολλές συνθέσεις του Coronado έχουν αυτά τα πιο κλασικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα η “Tema de amor”, ενώ άλλες κινούνται ακριβώς πάνω στην παράδοση του flamenco, όπως η alegrías “Oda a la primavera” ή η granaína “Nocturno tercero”.
Εντυπωσιακός σαν κιθαριστής είναι ο Coronado και σε άλλα πιο σύνθετα κομμάτια, όπως το “Soleà”, ενώ δεν γίνεται να μην τον απολαύσεις στην rondeña “Font Martina”.
Γενικώς, ένα ωραίο και γιατί όχι απολαυστικό άλμπουμ σύγχρονης ισπανικής μουσικής για κιθάρα (βασικά), από έναν νέο μουσικό με ανοιχτό μέλλον μπροστά του.
Επαφή: www.microscopi.cat

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 570

9/4/2024
Σχεδόν κάθε λέξη τραγουδιέται με τσακίσματα, τσαλίμια και στολίδια. Απίστευτα δύσκολο τραγούδι του Δερβενιώτη και του Κολοκοτρώνη, που δεν τολμούν να το πούνε οι νεότεροι. Το είπε πρώτος ο Στέλιος το 1958 και 20 χρόνια αργότερα ο Κερμανίδης σε μια κολοσσιαία εκτέλεση. Για μένα ρίχνει και του Στέλιου σε εκφραστικότητα – και αυτό είναι από τα άγραφα. Τεράστιος τραγουδιστής ο Πόλυς και είναι έγκλημα να μην θεωρείται εφάμιλλος των κορυφαίων.
Το τραγούδι πρέπει να παίζει κάθε πρωί σε όλα τα δικαστήρια της χώρας και μετά να άρχονται οι συνεδριάσεις...
https://www.youtube.com/watch?v=fnoo3R-AjHY

9/4/2024
Αυτοί στο Στούντιο 4 είναι στον κόσμο τους οι άνθρωποι.
Κάλεσαν το Ζιώγαλα, ο οποίος άρχισε να λέει τα της πορείας του, και κάποια στιγμή προς το τέλος της κουβέντας τού την πέσανε για το στίχο από το τραγούδι του «Σαν σταρ του σινεμά», εκεί όπου λέει «χάνω τον έλεγχο το μάτι μου θολώνει κάτι με σπρώχνει να σου ρίξω μια μπουνιά».
Είναι προφανές και από τα συμφραζόμενα και από το γενικότερο νόημα πως από το τραγούδι δεν προκύπτει πως συνέβη κάποια βίαιη κίνηση. Υπάρχει κάτι που σπρώχνει τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού, που είναι ο ίδιος ο Ζιώγαλας, να ρίξει την μπουνιά, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτή την μπουνιά την έριξε τελικά. Το όλο πράγμα, θέλω να πω, κινείται στο μυαλό του και μόνον εκεί. Δηλαδή στο τραγούδι μεταφέρεται μια φευγαλέα σκέψη και όχι μια πράξη.
Παρά ταύτα ο Ζιώγαλας από την... ανάκριση που προέκυψε στην τιβί λέει το πολύ σωστό πως όταν έγραψε αυτό το στίχο, επειδή του είχε φανεί κι εκείνου κάπως, είχε ρωτήσει τότε, το 1985, δύο φίλους του τραγουδοποιούς (λέει και τα ονόματά τους), να του πούνε τη γνώμη τους. Και πως ο ένας, λέει ο Ζιώγαλας, του είπε... όχι, μην τον βάλεις αυτό το στίχο, ενώ ο άλλος του είπε... ναι, βάλε τον.
Οπότε βγαίνει μετά η Ζ. και λέει «Α την είχατε κάνει αυτή τη συζήτηση, πολύ εντυπωσιακό. Εκείνη την εποχή...», για να συμπληρώσει ο Α.: «Το ’85!», λες και αναφερόταν στο μεσαίωνα...
Για καθίστε ρε μάγκες. Τι ήτανε ο κόσμος το 1985; Ήταν γεμάτος εγκληματίες, που σκότωναν, λήστευαν, βίαζαν και έδερναν, σαν να μην τρέχει τίποτα; Δεν υπήρχε τότε προσωπική ηθική; Δεν υπήρχαν τότε νόμοι που κυνηγούσαν τον δολοφόνο, τον ληστή, τον βιαστή ή εκείνον που βιαιοπραγούσε – και μάλιστα με τιμωρίες πολύ πιο σκληρές απ’ ό,τι σήμερα; Δεν λέω πως η σκληρή τιμωρία επιλύει τα προβλήματα, αλλά δεν μπορεί να παρουσιάζεται το χθες ως περίπου κόλαση και το σήμερα ως περίπου παράδεισος.
Η κοινωνία ποτέ δεν ήταν ιδανική, ούτε πρόκειται ποτέ να γίνει. Ένα κομμάτι της, το απολύτως μικρότερο, πάντα θα παρανομεί, και γι’ αυτό θα υπάρχουν, εις τον αιώνα τον άπαντα, αστυνομίες, δικαστήρια και φυλακές.
Ούτε ανοχή υπήρχε παλιά απέναντι στο έγκλημα –φαίνεται αυτό αν ρίξεις μια ματιά στα ψιλά των εφημερίδων της εποχής, για να δεις για τι αδικήματα συλλαμβάνονταν άνθρωποι και οδηγούνταν στον εισαγγελέα–, ούτε το bullying έμενε ατιμώρητο, καθώς οι αποβολές στα σχολεία π.χ. πηγαίνανε σύννεφο, όταν διαμαρτυρόταν μαθητής πως τον πείραξαν, ή τον σφαλιάρωσαν κ.λπ, αφού συχνά καλούνταν από τους γυμνασιάρχες και οι γονείς των παραβαινόντων στα σχολεία. Γονείς, που κάθονταν σούζα μπροστά στο διευθυντή ή τη διευθύντρια, ακούγοντας με σκυμμένο το κεφάλι τα κατορθώματα των κανακάρηδων – όχι σαν τους σημερινούς (γονείς), που νομίζουν ότι μεγαλώνουν πότε τον νέο Αϊνστάιν και πότε τον Μαχάτμα Γκάντι.
Πάντα οι σωστοί, καλοί και αγαθοί άνθρωποι (η πλειονότητα της κοινωνίας δηλαδή), θα αναρωτιούνται γι’ αυτά που περνάνε από το μυαλό τους, γι’ αυτά που λένε και για τις πράξεις τους βεβαίως. Και πάντα θα είναι με το μέρος εκείνου που υποφέρει –και χθες, και σήμερα, και αύριο– επειδή έτσι το προστάζει η ηθική τους, και η ανατροφή τους, και όχι κάποια επαγγελματικού τύπου ευαισθησία.

8/4/2024
Όλα στη μοντέρνα νεανική μουσική στην Ελλάδα από δω ξεκίνησαν με τον ελληνικό στίχο. Καλοκαίρι '64. Συμπληρώνονται 60 χρόνια από τότε... Τεράστιος Τζίνο...
https://www.youtube.com/watch?v=sH7Npkifii8

8/4/2024
Όταν ακούς κάτι ώρες τζαζ, μετά θες ένα τέτοιο... Creedence Clearwater Revival “Travelin' band”...
https://www.youtube.com/watch?v=ZXLqECpHW2o

8/4/2024
Πριν από το Πάσχα στο χωριό... Σώτος Παναγόπουλος... 

7/4/2024
Να κι ένας σοβαρός λόγος για να νοιώθεις εθνικά υπερήφανος. Οι δύο όψεις ταυτότητας για το προσωπικό, τριών συναυλιών των Grateful Dead στο Greek Theatre, στο Berkeley της Καλιφόρνιας, το 1986...

7/4/2024
Ποτέ η μουσική δεν θα ξαναφθάσει σ' αυτά τα ύψη. Ακούστε το μέχρι τέρμα... Cannonball Adderley
https://www.youtube.com/watch?v=Hn5KUp2zVjk

6/4/2024
Ωραία τα λέει ο Μουσαφίρης. Και τα τραγουδάει ο Άγγελος...
https://www.youtube.com/watch?v=xAMb6aE9pug